- πνιγμώδης
- πνιγμώδηςchokingmasc/fem acc pl (attic epic doric)πνιγμώδηςchokingmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)πνιγμώδηςchokingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνιγμώδης — ῶδες, ΜΑ [πνιγμός] αυτός που προκαλεί πνιγμό, ο πνιγηρός («πνιγμώδης βήξ», Ιπποκρ.) επίρρ... πνιγμωδῶς Μ αποπνικτικά, ασφυκτικά … Dictionary of Greek
πνιγμῶδες — πνιγμώδης choking masc/fem voc sg πνιγμώδης choking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμωδῶς — πνιγμώδης choking adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμώδους — πνιγμώδης choking masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)